Ευχαριστώ, κυρία Πρόεδρε.
Ευχαριστώ και τον αγαπητό συνάδελφο που μου δίνει τη δυνατότητα να αποκαταστήσω την αλήθεια σε ορισμένα ζητήματα.
Το Ολυμπιακό Ακίνητο, στο οποίο αναφέρθηκε όντως ήταν ένα ακίνητο αρμοδιότητας της Κτηματικής Υπηρεσίας Ανατολικής Αττικής και προοριζόταν να στεγάσει το Υπουργείο Εργασίας. Η αγορά του έγινε με δάνειο, το οποίο συνήφθη μεταξύ της ΚΕΔ και της Εμπορικής Τράπεζας. Θα ήθελα στο σημείο αυτό να προσθέσω και να σημειώσω ότι το δάνειο αυτό, αγαπητέ συνάδελφε, έχει και την εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου. Η δανειακή σύμβαση υπογράφηκε στις 11 Απριλίου του 2003, με ποσό δανείου 56.100.000 ευρώ. Η ΚΕΔ, αυτή τη στιγμή που μιλάμε, εξακολουθεί να πληρώνει το δάνειο στην Εμπορική Τράπεζα. Το ανεξόφλητο ποσό είναι 31.400.000 ευρώ.
Το ακίνητο, λοιπόν, αυτό,, δυστυχώς επεστράφη στην ΚΕΔ από την τότε κυβέρνηση, ως μη κατάλληλο για τον αρχικό του σκοπό. Ήταν μάλιστα ένα από τα ακίνητα –γιατί το θέμα έχει και συνέχεια, όπως γνωρίζετε- που το 2007 δόθηκε από την ΚΕΔ στη Μονή Βατοπεδίου, με αντάλλαγμα υποτίθεται παραλίμνιες εκτάσεις της λίμνης της Βιστωνίδας που ήταν στην κατοχή της Μονής Βατοπεδίου και η οποία κατοχή αμφισβητείται. Η ανταλλαγή αυτή έγινε την ίδια στιγμή που το ελληνικό Δημόσιο ήταν επιφορτισμένο να εξυπηρετεί το συγκεκριμένο δάνειο, με την εγγύηση του δημοσίου, στην Εμπορική Τράπεζα.
Στη συνέχεια, λοιπόν, το 2008 η Ιερά Μονή Βατοπεδίου πούλησε το Ολυμπιακό ακίνητο στην κυπριακών συμφερόντων εταιρεία «Νόλιντεν Λίμιτεντ». Από τότε μέχρι σήμερα –και έχετε δίκιο σε αυτό, είναι αληθές αυτό που είπατε- με καταφανή αμέλεια της φερόμενης ως ιδιοκτήτριας «Νόλιντεν Λίμιτεντ» έγιναν σοβαρές καταστροφές και λεηλασίες στο Ολυμπιακό Ακίνητο για τις οποίες θεωρούμε ότι η φερόμενη ως ιδιοκτήτρια –γιατί όπως θα σας πω, εμείς το αμφισβητούμε αυτό- φέρει ακέραια την ευθύνη, γιατί δεν πήρε τα δέοντα μέτρα προκειμένου να διασφαλίσει την ακεραιότητα του συγκεκριμένου ακινήτου.
Από τη πλευρά τη δική μας, από την πλευρά του ελληνικού δημοσίου, τεκμηριώθηκε και κατατέθηκε το Μάρτιο του 2011 αγωγή διεκδίκησης του συγκεκριμένου ακινήτου. Κατατέθηκε μαζί με την αγωγή διεκδίκησης, αγωγή αποζημίωσης για ηθική βλάβη δέκα εκατομμυρίων ευρώ, καθώς και αποζημίωσης για τα απολεσθέντα ωφελήματα για το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα. Η αγωγή αυτή έχει ήδη προσδιοριστεί να συζητηθεί στις 6 Δεκεμβρίου του 2011.
Από τη στιγμή, λοιπόν, που εμείς καταθέσαμε αυτή την αγωγή, το Δημόσιο νομιμοποιείται πλέον να προχωρήσει και σε ασφαλιστικά μέτρα για τη διασφάλιση της περιουσίας που διεκδικεί, εν προκειμένω του Ολυμπιακού Ακινήτου, καθώς και να ζητήσει αποζημίωση για τις φθορές που προκλήθηκαν σε αυτό με καταφανή, όπως είπα, αμέλεια της «Νόλιντεν Λίμιτεντ», της κυπριακής εταιρείας.
Για το σκοπό αυτό έχει συσταθεί στο Υπουργείο Οικονομικών αρμόδια Επιτροπή, η οποία με επικεφαλής τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου, έκανε ειδική σύσκεψη προκειμένου να αντιμετωπισθεί το θέμα αυτό των φθορών, που είπατε πριν.
Προσωπικά έχω δώσει γραπτές εντολές, προκειμένου να προχωρήσουν άμεσα και με ταχύτατες διαδικασίες οι αυτοψίες, για να αποτυπωθούν οι ακριβείς ζημιές που έχει υποστεί το κτήριο αυτό. Από τη στιγμή που καταθέσαμε την αγωγή αυτή, είμαστε σε θέση πλέον να διεκδικήσουμε και δικαστικά τις αποζημιώσεις για τις φθορές που το κτήριο έχει υποστεί.
Τα υπόλοιπα θα σας τα πω στη δευτερολογία μου.
ΔΕΥΤΕΡΟΛΟΓΙΑ
Χαίρομαι που ο κ. Γεωργιάδης συμφωνεί μαζί μας, ότι θα πρέπει να προχωρήσουμε άμεσα και αποτελεσματικά στην αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου και πιστεύω να στηρίξετε, κύριε Γεωργιάδη, τις σχετικές διαδικασίες και τα σχέδια νόμου, όταν έρθουν στη Βουλή.
Μη βιάζεστε, όμως, να μας εγκαλέσετε για παραλείψεις, όταν γνωρίζετε πολύ καλά ότι πεντέμισι ολόκληρα χρόνια η Νέα Δημοκρατία άφησε τα Ολυμπιακά Ακίνητα έρμαια στην τύχη τους και στο έλεος των όποιων καταπατητών. Δεν είμαστε εμείς που ευθυνόμαστε για τη συγκεκριμένη κατάσταση. Βιαστήκατε να βγάλετε κάποια συμπεράσματα. Ακούστε με, όμως, λίγο προσεκτικά.
Στον απόηχο του γνωστού σκανδάλου του Βατοπεδίου, ο προηγούμενος Υπουργός ο κ. Παπαθανασίου, ήταν όντως έτοιμος να αποδεχθεί την πρόταση της Μονής για αντιστροφή της αλλαγής. Αν, όμως, το Δημόσιο δεχόταν την επιστροφή στην «προτεραία» κατάσταση, θα ήταν σαν να δεχόταν ότι οι εκτάσεις στη Βιστωνίδα και στις παραλίμνιες περιοχές ανήκαν όντως στη Μονή Βατοπεδίου.
Συγκεκριμένα, η Μονή Βατοπεδίου πρότεινε αναστροφή της ανταλλαγής για τα εννέα από τα ογδόντα πέντε ακίνητα του Δημοσίου που είχε στην κατοχή της. Έκανε, όμως, αυτήν την πρόταση όχι άνευ όρων, αλλά με μία πολύ συγκεκριμένη προϋπόθεση, ότι θα έπαιρνε πίσω τη Λίμνη και τα παραλίμνια, σαν να ήταν δικά τους. Δεν μιλούσε, όπως σας είπα, για επιστροφή άνευ όρων.
Ειδικά τώρα για το Ολυμπιακό Ακίνητο, που το είχε ήδη πωλήσει στην ΝΟΛΙΝΤΕΝ, έθετε ως όρο την επιστροφή του αντιτίμου των 41 εκατομμυρίων ευρώ πλέον των φόρων. Όμως, αυτά τα 41 εκατομμύρια –αν δεν το γνωρίζετε το καταθέτω- έχουν δεσμευθεί από την Αρχή Αντιμετώπισης Μαύρου Χρήματος. Ο συμβιβασμός, λοιπόν, που ζητείτο, πέραν των άλλων δεν θα ξεκαθάριζε το νομικό καθεστώς και δεν θα αποκαθιστούσε τα πράγματα στην προτεραία τους κατάσταση. Δεν θα απέδιδε, δηλαδή, σε καμία περίπτωση την κυριότητα στο Δημόσιο. Ένας τέτοιος συμβιβασμός θέλω να σας ενημερώσω –και μπορείτε να ανατρέξετε στην ιστορία να τον βρείτε- υπήρξε στο παρελθόν το 1930 μεταξύ του Δημοσίου και της Μονής. Δεν είχε, όμως, τα αναμενόμενα αποτελέσματα, για όλους τους παραπάνω λόγους.
Στο θέμα του δανείου και της αποπληρωμής του, βρήκαμε μια ήδη διαμορφωμένη κατάσταση, μια ειλημμένη υποχρέωση. Εννοώ την υποχρέωση με την Εμπορική Τράπεζα. Η Εμπορική Τράπεζα δεν έφταιγε σε τίποτα, ούτε μπορούσε το Δημόσιο σε σχέση με την Εμπορική Τράπεζα να ακυρώσει αυτήν τη συμφωνία και τη σύμβαση, γιατί η Τράπεζα είχε πληρώσει τα χρήματα.
Ειλικρινά, δεν καταλαβαίνω γιατί εγκαλούμαστε.
Εγκαλούμαστε, γιατί δεν χαρίσαμε δια της πλαγίας –γιατί εκεί θα πήγαινε η ιστορία- στη Μονή Βατοπεδίου την κυριότητα της Λίμνης Βιστωνίδας και των παραλίμνιων εκτάσεων, ή για το ότι δεν νομιμοποιήσαμε, μέσα από αυτήν τη διαδικασία, την πώληση του Ολυμπιακού Ακινήτου στην ΝΟΛIΝΤΕΝ, η οποία εξ αρχής ήταν άκυρη;
Ολοκληρώνω, κυρία Πρόεδρε, λέγοντας ότι η Κυβέρνησή μας έκανε και κάνει ό,τι είναι δυνατό, όχι μόνο για να προστατεύσει την περιουσία του Δημοσίου, αλλά και για να την αξιοποιήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Δεν υπήρχαν άλλες επιλογές σε σχέση με το ζήτημα αυτό. Ευχαριστώ.
|