ΘΕΜΑ | [Ομιλία] Ομιλία του βουλευτή Μεσσηνίας του ΠΑΣΟΚ κ. Δημήτρη Κουσελά κατά τη συζήτηση, στη διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής, του σ.ν. «Έγκριση των Σχεδίων Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότ |
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ | 11/2/2012 |
Ομιλία του βουλευτή Μεσσηνίας του ΠΑΣΟΚ κ. Δημήτρη Κουσελά κατά τη συζήτηση, στη διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής, του σ.ν. «Έγκριση των Σχεδίων Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Ε.Τ.Χ.Σ.), της Ελληνικής Δημοκρατίαs και της Τράπεζας της Ελλάδος, του Σχεδίου του Μνημονίου Συνεννόησης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος και άλλες επείγουσες διατάξεις για τη μείωση του δημοσίου χρέους και τη διάσωση της εθνικής οικονομίας», 11-2-2012.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, στη διετία που πέρασε κληθήκαμε να ξεπεράσουμε τους εαυτούς μας, τις αρχές μας, την ιστορία μας. Να σηκώσουμε ένα δυσβάστακτο βάρος ευθύνης απέναντι στη χώρα, ένα βάρος που δυστυχώς δεν σήκωσαν όσοι είχαν την ευθύνη της διακυβέρνησης τα τελευταία 5,5 χρόνια. Ψηφίσαμε το Μνημόνιο- και το είχαμε διαβάσει- τους εκτελεστικούς νόμους, το Μεσοπρόθεσμο, με σοβαρές ο καθένας επιφυλάξεις, προκειμένου να αποφύγουμε μια άτακτη χρεοκοπία, δηλαδή μια εκτεταμένη και βίαιη πτώχευση της χώρας μας και του ελληνικού λαού. Αποδεικνύεται όμως, από τις εξελίξεις που μεσολάβησαν, πως η συνταγή που μας επέβαλαν οι εταίροι μας, στη βάση μιας δήθεν, θα έλεγα, αλληλεγγύης, κυριαρχείται από μια στείρα αλαζονική και τιμωρητική λογική, που αντί να οδηγήσει στη διάσωση της χώρας, οδηγεί σε ένα σπιράλ ύφεσης, εσωτερικής υποτίμησης και ταυτόχρονα διόγκωσης της ανεργίας. Παράλληλα, -και αυτό θέλω να το υπογραμμίσω-ο τρόπος με τον οποίο εμείς χειριστήκαμε τα οποία θετικά είχε το πρώτο Μνημόνιο, τις αναγκαίες δηλαδή διαρθρωτικές αλλαγές, στις οποίες έπρεπε να προχωρήσουμε όλο αυτό το διάστημα που ήταν η πάταξη της φoρoδιαφυγής και η ανασυγκρότηση του κράτους, αυτός ο τρόπος, είχε τεράστιες καθυστερησεις, πολλά λάθη και μεγάλες αδυναμίες. Κυρίως, θα έλεγα, με ευθύνη της Τρόικας, σε όλα αυτά δεν υπήρχε και δεν υπάρχει το παραμικρό σχέδιο, ούτε βέβαια επαρκείς πόροι για τη στήριξη και τον αναπροσανατολισμό της ανάπτυξης. ‘Ομως το Πρόγραμμα Στήριξης είχε -και εξακολουθεί να περιέχει- γενναιόδωρα πακέτα στήριξης των τραπεζών, χωρίς κανένα εχέγγυο ότι έστω και ένα μέρος από αυτά θα πάει για να τονώσει την απασχόληση και να στηρΙξει την πραγματική οικονομία. Αυτό, δυστυχώς, ισχύει και για το νέο Μνημόνιο. Το ερώτημα είναι πιστεύει αλήθεια κανείς ότι πρόκειται να υπάρξει ανάπτυξη και να σωθεί η χώρα, εάν απελευθερωθoύν, απλά και μόνο αν απελευθερωθούν, ορισμένα επαγγέλματα ή αν ανοίξει, όπως κατά κόρον τονίστηκε και πρέπει να ανοίξει, το ωράριο των φαρμακείων; Με αυτά τα δεδομένα, φαίνεται ότι η κατακόρυφη αύξηση της ανεργίας, η μετατροπή, παρά τις θετικές εξελίξεις στον τομέα αυτό, των δημοσιονομικών μεγεθών «σε πιθάρι των Δαναϊδων», ο οικονομικός και ο ψυχολογικός µαρασµός και της χώρας και του λαού μας, μετατρέπονται σε μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Τα σκληρότερα φορολογικά και εισοδηματικά μέτρα που απαιτεί η Τρόικα, στραγγίζουν την απασχόληση, βυθίζουν σε καθεστώς ανομίας την αγορά εργασίας, τορπιλίζουν τα έσοδα, πνίγουν τις επιχειρήσεις και σβήνουν κάθε ικμάδα επένδυσης και ελπίδα ανάκαμψης για τη χώρα. Επειδή, λοιπόν, συμβαίνουν όλα αυτά, απαιτούνται ξανά και ξανά νέα μέτρα. Δηλαδή ένας εφιάλτης ανά τρίμηνο, όχι μόνο για την κυβέρνηση και τους βουλευτές, αλλά πολύ περισσότερο για τους έλληνες πολίτες. Αντιμετωπίζουμε μια αλαζονική συμπεριφορά των εταίρων μας και καλούμαστε να δεχθούμε ένα ακόμα υφεσιακό πακέτο, όπου μια σειρά από θυσίες, εισοδηματικές και φορολογικές, είναι και πάλι άδικα κατανεμημένες. Καλούμαστε να ψηφίσουμε ένα δανειακό πακέτο, σε συνδυασμό με ένα Μνημόνιο, με το οποίο υποχωρεί ακόμη περισσότερο η εθνική μας κυριαρχία. Το μεγάλο ερώτημα είναι, τι κάνουμε μπροστά στα καυτά διλήμματα που έχουμε μπροστά μας; Να τα ψηφίσουμε όλα αυτά-φέρνοντας από το παράθυρο τη χώρα σε συνθήκες Βαλκανίων; Ναι, θα έλεγαν κάποιοι. Να το κάνουμε, εφόσον όμως η δανειακή σύμβαση δεν διασφαλίζει μόνο τους πιστωτές, πράγμα το οποιο γίνεται με τον καλύτερο τρόπο με την επιβολή του αγγλικού δικαίου από τη μια και με την πρόταξη εξυπηρέτησης του δανείου, έναντι των αναγκών της χώρας και των πολιτών, από την άλλη. Να το κάνουμε, θα έλεγα, εφόσον αυτό ανοίγει πραγματικά τον δρόμο να υπάρξει βιώσιμη ανάπτυξη, με αλλαγή πορείας που είναι η μόνη πραγματική προϋπόθεση για να υπάρξει βιωσιμότητα του χρέους. Τον ανοίγει, όμως, αυτόν τον δρόμο; Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα. Ποιός μπορεί κύριε Υπουργέ, να το εγγυηθεί αυτό κοιτώντας στα μάτια τους έλληνες πολίτες; Ποιός μπορεί να εγγυηθεί ότι ψηφίζοντας αυτό το Μνημόνιο, έτσι όπως είναι διατυπωμένο, θα μπούμε σε μια άλλη αναπτυξιακή πορεία; Μήπως, στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων, θα έπρεπε να ζητήσουμε περισσότερο χρόνο στη διάθεσή μας, ώστε η δημοσιονομική προσαρμογή-το έχω πει και άλλη φορά-να είναι πιο ήπια, και το μίγμα της δημοσιονομικής πολιτικής που θα απαιτηθεί να είναι διαφορετικό από το σημερινό; Πιστεύει κανείς, ότι με αυτά τα δεδομένα που έχουμε μπροστά μας, στο τέλος του χρόνου θα έχουμε καταφέρει, έστω αν ισχύσουν όλα αυτά, να μηδενίσουμε το πρωτογενές έλλειμμα; Πιστεύει κανείς ότι στα επόμενα δύο χρόνια, θα μπορέσουμε να βγούμε στις αγορές; Με όσα ανέφερα μέχρι τώρα, δεν θέλω να υποβαθμίσω ούτε στο ελάχιστο την προσπάθεια που έγινε μέχρι σήμερα, τη σκληρή διαπραγμάτευση η οποία υπήρξε από πλευράς του Υπουργού Οικονομικών και Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, ο οποίος υπερέβαλε εαυτόν. Την προσπάθεια που κάνατε εσείς κύριε Υπουργέ, ως Υπουργός Εργασίας, την προσπάθεια που έκανε ο Πρωθυπουργός και οι πολιτικοί αρχηγοί. Όμως, η διαπραγμάτευση αυτή έγινε κυριολεκτικό με την πλάτη στο τοίχο, γι αυτό δεν μπορούσε να έχει τα αποτελέσματα που θα έπρεπε να έχει. Έγινε με την πλάτη στον τοίχο, γιατί η χώρα μας βρέθηκε τελείως απομονωμένη από την Ευρωπαϊκή και τη Διεθνή Κοινότητα. Η χώρα μας έχει απέναντί της μια σκληρή νεοφιλελεύθερη ευρωπαϊκή ηγεσία και διαπραγματευτήκαμε, δυστυχώς, χωρίς ως χώρα να έχουμε ένα εθνικό σχέδιο εξόδου από την κρίση. Υπό αυτά τα δεδομένα προέκυψε το νέο Μνημόνιο. Το πρόβλημα, επομένως, που έχουμε και έχει ο καθένας από εμάς τους βουλευτές, δεν είναι προσωπικό, δεν είναι συντεχνιακό. Δεν μπορεί να μετρήσει, αν θέλετε, το όποιο προσωπικό κόστος. Το ερώτημα το οποίο τίθεται είναι εάν σήμερα υπάρχει πλέον η νομιμοποιητική βάση, η οποία υπήρχε όταν ψηφίζαμε το πρώτο Μνημόνιο. Αν υπάρχει, δηλαδή, η προοπτική εξόδου από την κρίση, γιατί με αυτή την προοπτική και με αυτές τις δεσμεύσεις ψηφίστηκε το πρώτο Μνημόνιο. Αυτό που θέλω να πω -και ολοκληρώνω- είναι ότι λείπει αυτή η νομιμοποιητική βάση, στο πλαίσιο της οποίας πάρθηκαν τα όποια μέτρα μέχρι σήμερα. Έτσι λοιπόν, τουλάχιστον για μένα, είναι πολύ δύσκολο να ψηφίσω μια σειρά από διατάξεις-γιατί το Μνημόνιο έχει και θετικά- ακραίες θα έλεγα, όπως εκείνες που αφορούν στον ιδιωτικό τομέα, που προδιαγράφουν την πλήρη διάλυση των εργασιακών σχέσεων, την πλήρη κατάργηση των κλαδικών συμβάσεων και τη μετατροπή της χώρας μας σε μια Βαλκανική χώρα, στο όνομα μιας δήθεν ανταγωνιστικότητας. Μιας ανταγωνιστικότητας, που δεν ήρθε ποτέ και σε καμιά χώρα όπου εφαρμόστηκε και στην οποία εμείς σήμερα δεν πιστεύουμε. Δεν μπορώ να ψηφίσω τη διαδοχική αλλά σταθερή διάλυση του κοινωνικού κράτους, µε τον αργό θάνατο του μισθωτού, του συνταξιούχου, του μικρομεσαίου. Δεν μπορώ να ψηφίσω, χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος, το κλείσιμο φορέων, όπως είναι ο Οργανισµός Εργατικής Κατοικίας(ΟΕΚ), και ο Οργανισμός Εργατικής Εστίας(ΟΕΕ) που στηρίζουν τους φτωχότερους εργαζόμενους, αλλά και τους συνταξιούχους. Πως εμφανίστηκε αυτό το ζήτημα ξαφνικά και την τελευταία στιγμή; Πιστεύω ότι θα πρέπει να ξαναδείτε ορισμένα πράγματα και ειδικά το άρθρο 1, όπου στην παράγραφο 6 καλούμαστε, χωρίς να υπάρξει εφαρμοστικός νόμος, να δώσουμε άμεση ισχύ σε αυτά τα οποία περιέγραψα παραπάνω. Δεν πρέπει αύριο να πάει έτσι αυτή η Πρόταση στην Ολομέλεια της Βουλής. Εγω επιφυλάσσομαι να σας ακούσω και σας διαβεβαιώ ότι θα ψηφίσω κατά συνείδηση.
|