Δημήτρης Κουσελάς Δημήτρης Κουσελάς

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

Άρθρα / Ομιλίες / Συνεντεύξεις

ΘΕΜΑ [Ομιλία] Ομιλία του βουλευτή Μεσσηνίας κ. Δημήτρη Κουσελά κατά τη συζήτηση επί της αρχής, στην Ολομέλεια της Βουλής, του σ.ν. «Νέο Ασφαλιστικό Σύστημα και συναφείς διατάξεις – ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις». (7-7-2010).
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ 7/7/2010

Ομιλία του βουλευτή Μεσσηνίας κ. Δημήτρη Κουσελά κατά τη συζήτηση επί της αρχής, στην Ολομέλεια της Βουλής, του σ.ν. «Νέο Ασφαλιστικό Σύστημα και συναφείς διατάξεις – ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις». (7-7-2010).

 

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η κατάσταση στην κοινωνική ασφάλιση είναι πάρα πολύ άσχημη, ότι η Κυβέρνηση πήρε στα χέρια της μια απασφαλισμένη βόμβα.

 

Και είναι γεγονός ότι το κράτος χρειάστηκε να επιχορηγήσει επιπλέον τα ασφαλιστικά ταμεία, το 2009, με 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ. Το 2010 θα χρειαστούν επιπλέον 3,8 δισεκατομμύρια ευρώ και αν συνεχίζαμε έτσι, το 2011 θα θέλαμε επιπλέον επιχορήγηση της τάξης των 5 δισεκατομμυρίων ευρώ. Έχει κυριολεκτικά δημιουργηθεί, μια μαύρη τρύπα 4,5 δις ευρώ στο κοινωνικοασφαλιστικό καθεστώς.

 

Η κατάσταση αυτή, βέβαια, δεν είναι τυχαία. Επιδεινώθηκε ραγδαία τα τελευταία χρόνια, όχι όμως γιατί, όπως κάποιοι ισχυρίζονται, δεν πέρασε το 2001 ο γνωστός τότε νόμος Γιαννίτση, αλλά γιατί δεν εφαρμόστηκε ο νόμος που ψηφίστηκε, ο 3029, ο νόμος Ρέππα. Γιατί η Νέα Δημοκρατία δεν απέδωσε στα ασφαλιστικά ταμεία τις θεσμοθετημένες υποχρεώσεις του κράτους. Γιατί, από την άλλη πλευρά, με τον νόμο Πετραλιά οδηγήθηκαν φύρδην-μίγδην στο ΙΚΑ δεκάδες ταμεία, χωρίς να υποχρεωθούν να μεταφέρουν τις περιουσίες τους, πολλές από τις οποίες χαρίστηκαν στους εργοδότες, είτε στο τραπεζικό σύστημα, είτε αλλού. Γιατί με το σκάνδαλο των δομημένων ομολόγων τα ασφαλιστικά ταμεία απαξιώθηκαν, έχασαν ό,τι είχε απομείνει από τα διαθέσιμά τους. Γιατί η εισφοροδιαφυγή τα τελευταία χρόνια εκτινάχθηκε κυριολεκτικά στα ύψη. Οι σχέσεις των εν ενεργεία με τους συνταξιούχους επιδεινώθηκαν. Η μαύρη, η αδήλωτη εργασία, αλλά και η ανεργία σκαρφάλωσαν στα ύψη. Έτσι, λοιπόν, έχουμε αυτό που είπα, ένα ασφαλιστικό σύστημα κομμάτια και θρύψαλα, ένα ασφαλιστικό σύστημα που οδεύει ολοταχώς στη χρεοκοπία.

 

Αυτά, αγαπητοί συνάδελφοι της Νέας Δημοκρατίας, ήταν τα αποτελέσματα της δικής σας πολιτικής, μιας συνειδητής, θα έλεγα, πολιτικής σε βάρος του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος. Δεν νομιμοποιείσθε, λοιπόν, σήμερα να έρχεστε εδώ εσείς και η ηγεσία σας και να μας εγκαλείτε.

Εάν υπήρχε φιλότιμο, θα έπρεπε να ζητήσετε ταπεινά συγγνώμη από τον ελληνικό λαό γι αυτά που διαπράξατε σε βάρος της κοινωνικής ασφάλισης.

 

Όμως, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το ασφαλιστικό πρόβλημα δεν είναι ένα δημοσιονομικό πρόβλημα. Είναι ένα κατ εξοχήν ευαίσθητο κοινωνικό ζήτημα με πολύ μεγάλες προεκτάσεις. Και είναι γεγονός ότι η αντιμετώπισή του στη σημερινή συγκυρία και μάλιστα κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη του Μνημονίου δημιουργεί μεγάλα κοινωνικά, πολιτικά, αλλά και ιδεολογικά προβλήματα.

 

Γι αυτό και η Κυβέρνηση, κύριε Υπουργέ, θα πρέπει να εξαντλήσει κάθε περιθώριο βελτίωσης στο νόμο που έρχεται σήμερα στη Βουλή, με στόχο να υπάρξει ένα όσο πιο κοινωνικά δίκαιο και ταυτόχρονα βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα.

Δεν αγνοούμε τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεστε και βρισκόμαστε όλοι σε σχέση με το θέμα αυτό. Εγώ θα επιχειρήσω να συμβάλω θετικά προς αυτή την κατεύθυνση, κάνοντας κάποιες τελευταίες προτάσεις και λαμβάνοντας υπόψη ότι ήδη έχουν γίνει κάποια, μικρά θα έλεγα, βελτιωτικά βήματα.

 

Το πρώτο είναι η διασφάλιση της τριμερούς χρηματοδότησης. Είναι βασική αρχή της Κοινωνικής Ασφάλισης, είναι βασική προϋπόθεση της βιωσιμότητας των ταμείων. Είναι θετικό ότι η Κυβέρνηση, έστω λεκτικά, εγγυάται την κοινωνική ασφάλιση, όμως αυτό για να έχει πραγματικό αντίκρισμα θα πρέπει να εγγυηθεί και την απρόσκοπτη καταβολή των εισφορών για το σύνολο της κύριας σύνταξης ή να εγγυηθεί την κάλυψη των ελλειμμάτων, εάν υπάρχουν ελλείμματα, σε όλα τα επίπεδα και στην κύρια και στην επικουρική σύνταξη.

 

Ένα δεύτερο ζήτημα αφορά στην παραμονή, ακόμη και σήμερα, της περικοπής της 13ης και της 14ης σύνταξης. Είναι αδιανόητο, κατά τη   γνώμη μου, από τη μια πλευρά να παρακρατούνται εισφορές από τον 13° και το 14° μισθό στον ιδιωτικό τομέα και από την άλλη να μην καταβάλλονται οι αντίστοιχες παροχές. Αυτό δεν βασίζεται σε καμία, μα καμία αρχή δικαίου! Είναι ένα θέμα που πρέπει ή τώρα ή στο προσεχές μέλλον να αλλάξει. Δεν μπορεί, πάντως, σε καμία περίπτωση να σταθεί!

 

Μιλάμε για εξομοίωση μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα και έχει χαρακτηριστεί ως θετική. Θέλω να προτείνω, λοιπόν, οι διατάξεις για τους πριν το 1983 που αφορούν στις ΔΕΚΟ, τα ειδικά ταμεία και τις τράπεζες, που είναι πράγματι ευνοϊκές διατάξεις, να δείτε στο πλαίσιο της ίδιας λογικής  της εξομοίωσης πώς θα επεκταθούν και στους υπόλοιπους, αφού βάζουμε αυτή τη λογική και αφού λέμε ότι αυτή είναι σωστή.

 

Σε ό,τι αφορά στη θέσπιση της ανταποδοτικής σύνταξης που θα συμπληρώνει τη βασική, εγώ δεν καταλαβαίνω, από τη στιγμή που μιλάμε για αναλογική σύνταξη, μιλάμε για ανταποδοτική σύνταξη, με ποια λογική αυτές οι συντάξεις μπορεί να περικόπτονται και μάλιστα όσο ανεβαίνουν τα χρόνια. Είναι και αυτό ένα ζήτημα, που χρειάζεται απάντηση.

 

Τέλος, είναι θετικό ότι προβλέπονται μέχρι και επτά πλασματικά χρόνια. Είναι θετικό, επίσης, ότι έγινε ένα σημαντικό βήμα για την εξαγορά του χρόνου της στρατιωτικής θητείας και τη δωρεάν εξαγορά ενός χρόνου από τις μητέρες για το χρόνο της κύησης. Θα πρότεινα δε, κύριε Υπουργέ, να ελαφρύνει το κόστος εξαγοράς και για τα υπόλοιπα ζητήματα στη βάση εισοδηματικών κριτηρίων.

 

Σε ό,τι αφορά, τέλος, στις μεταβατικές περιόδους, πρέπει να υπάρξουν μεγαλύτερες μεταβατικές περίοδοι και στα βαριά και ανθυγιεινά και για τις μητέρες. Πιστεύω ότι δεν αντέχεται η απότομη, η επώδυνη, η αιφνίδια αλλαγή στη ζωή του άλλου μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα.

 

Για τις μητέρες με ανήλικα παιδιά, καταλαβαίνουμε όλοι ότι δεν ήταν μια απόφαση δική μας, ήταν μια απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Δεν αφορά στο συγκεκριμένο νομοσχέδιο, αφορά στο νομοσχέδιο του δημόσιου τομέα. Είναι μια απόφαση που φέρει την υπογραφή της Νέας Δημοκρατίας, η οποία δεν στήριξε αυτό το ζήτημα εκεί που έπρεπε να το στηρίξει. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα πρέπει να το αντιμετωπίσουμε με τον καλύτερο τρόπο που μπορούμε, στο πλαίσιο  μιας μεγαλύτερης μεταβατικής περιόδου.

 

Πιστεύω, λοιπόν, ότι πρέπει να γίνουν όσο μπορούν, στο μέτρο του δυνατού, οι όποιες ακόμη βελτιώσεις, γιατί το μεγάλο ζήτημα δεν είναι αυτό το σχέδιο νόμου να ψηφιστεί εδώ, αύριο,  από τη Βουλή. Eίναι το πώς θα περάσει στην καρδιά των ανθρώπων, στην καρδιά του μέσου Έλληνα  πολίτη.

Σας ευχαριστώ πολύ.