Δημήτρης Κουσελάς Δημήτρης Κουσελάς

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

Άρθρα / Ομιλίες / Συνεντεύξεις

ΘΕΜΑ [Ομιλία] “ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΚΡΙΒΕΙΑΣ” ,ΘΕΜΑΤΙΚΗ: ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΥΠΕΡΧΡΕΩΣΗΣ & ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΣΤΙΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΤΟΥ ΜΕ ΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ.
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ 15/3/2008

 

“ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΚΡΙΒΕΙΑΣ”

ΘΕΜΑΤΙΚΗ: ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΥΠΕΡΧΡΕΩΣΗΣ & ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΣΤΙΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΤΟΥ ΜΕ ΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ.

Σήμερα, με την ευκαιρία του εορτασμού της Παγκόσμιας ημέρας του Καταναλωτή, εμείς στο Συνέδριό μας κάνουμε κάτι πολύ πιο παραγωγικό, θα έλεγα, από μια επετειακή εκδήλωση. Ξεκινάμε «αντάρτικο», πόλεμο κατά της ακρίβειας και της υπερχρέωσης. Πόλεμο με διάλογο και παραγωγή πολιτικής, πόλεμο με προτάσεις, πόλεμο με δεσμεύσεις και συγκεκριμένες πρωτοβουλίες, που μας συνδέουν με το καταναλωτικό κίνημα και με κάθε ενεργό πολίτη.

Αξιοποιώντας τις γνώσεις και την εμπειρία μου και ως βουλευτή και ως Προέδρου, επί σειρά ετών, της ΟΤΟΕ, θα εστιάσω στον υπερδανεισμό των νοικοκυριών, σε θέματα προστασίας του πολίτη από τα πανωτόκια και τις καταχρηστικές πρακτικές των Τραπεζών, προσθέτοντας στο διάλογό μας και σύγχρονα ερωτήματα που αφορούν στη λεγόμενη «αυτορρύθμιση και την Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη», αλλά και στο τι είδους τραπεζικό σύστημα θέλουμε.

Σύντροφοι και συντρόφισσες,

Σήμερα ο κάθε πολίτης-καταναλωτής πλήττεται διπλά :

• από την ακρίβεια και την ασυδοσία της αγοράς, όπου κυριαρχούν η αδιαφάνεια και η στρέβλωση του ανταγωνισμού

• από την οικονομική και τη δημοσιονομική πολιτική της Κυβέρνησης, μια πολιτική βίαιης αναδιανομής του εισοδήματος και των ωφελειών της ανάπτυξης σε βάρος των οικονομικά ασθενέστερων.

Η συνεχής απομείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, βρίσκει εδω και χρόνια διέξοδο, για την κάλυψη των στεγαστικών αλλά και των τρεχουσών καταναλωτικών αναγκών τους, στα δανεικά.

Χωρίς την τεχνητή τόνωση της ενεργού ζήτησης με δανεικά, μετά το 2004 θα είχαμε ήδη εισέλθει σε συνθήκες ύφεσης. Εκτιμάται ότι αυτά τα δανεικά, τα οποία στηρίζουν (μέχρι πότε, όμως;) την ενεργή ζήτηση, συνεισφέρουν κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες στην ετήσια αύξηση του ΑΕΠ, όπως παραδέχθηκε ο Διοικητής της ΤτΕ στην Διαρκή Επιτροπή Οικ. Υποθέσεων της Βουλής, τον Νοέμβριο του 2006.

Τι θα γίνει, όμως, άμα κλείσουν ή περιοριστούν οι στρόφιγγες αυτών των δανείων, όπως συμβαίνει τους τελευταίους μήνες, λόγω και των διεθνών χρηματοοικονομικών εξελίξεων; Τι φάρμακο θα βρουν οι θιασώτες της μονομερούς συμπίεσης των πραγματικών εισοδημάτων και της αγοραστικής δύναμης της πλειονότητας των ελληνικών νοικοκυριών;

Είναι επίσης διάχυτη η εντύπωση στην κοινή γνώμη (και ασφαλώς δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά…), ότι ο πολίτης-καταναλωτής βρίσκεται σε διπλά μειονεκτική θέση απέναντι στις Τράπεζες. Ακόμα και αν αυτές δεν αποτελούν καρτέλ, με τη στενή έννοια του όρου, είναι γεγονός πως τις περισσότερες φορές λειτουργούν συντονισμένα, επιβάλλουν αδιαφανείς και επαχθείς όρους δανεισμού, καθώς και πρόσθετες και καταχρηστικές χρεώσεις, προσελκύοντας τους πελάτες τους ακόμα και με καταιγισμό παραπλανητικών διαφημίσεων, με αποτέλεσμα να τους οδηγούν συστηματικά στην υπερχρέωση.

Αυτά η Κυβέρνηση τα παρακολουθεί ως θεατής, παραπέμποντας την όποια αναγκαία εξομάλυνση στην... κάθαρση μέσω των δυνάμεων της αγοράς.

Δεν αναγνωρίζει πρόβλημα υπερχρέωσης των νοικοκυριών (αφού, καθώς λέει, ο συνολικός δανεισμός ως ποσοστό του ΑΕΠ δεν έφτασε ακόμα –αλλά προσεγγίζει- τον μέσο όρο της Ε.Ε), ούτε βέβαια συνθήκες ολιγοπωλιακού ανταγωνισμού ή ύπαρξης «καρτέλ» στην Τραπεζική Αγορά. Και για κάθε πρόβλημα, παραπέμπει στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, η οποία εδω και χρόνια έχει «επιληφθεί» να εξετάσει την κατάσταση στον κλάδο, χωρίς απτό αποτέλεσμα μέχρι σήμερα.

Πως έχει, όμως, σήμερα η κατάσταση;

Ας δούμε κάποια ενδεικτικά στοιχεία, λαμβάνοντας υπόψη και την πρόσφατη ενδιάμεση έκθεση της ΤτΕ για τη Νομισματική πολιτική (του Φεβρουαρίου 2008):

- Στα τέλη του 2003, τα δάνεια των νοικοκυριών (στεγαστικά, καταναλωτικά, καρτες κλπ) ανέρχονταν σε 40,1 δις ευρώ. Μεταξύ 2003 και 2006 υπερδιπλασιάστηκαν τα στεγαστικά και τα καταναλωτικά δάνεια. Στα τέλη του 2007, μετά από μια τετραετία διακυβέρνησης της Ν.Δ, τα δάνεια αυτά έφτασαν τα 104,11 δις ευρώ (αύξηση κατά 160%, με μέσο ετήσιο ρυθμό που ξεπερνά το 30% !) Από αυτά, τα καταναλωτικά ήταν 26,8 δις ευρώ.

- Οι συνολικές δανειακές επιβαρύνσεις των νοικοκυριών, μαζί με τα τιτλοποιημένα δάνεια, έφτασαν το 45,3% του αναθ. ΑΕΠ το Δεκέμβριο του 2007, έναντι 40,1% το Δεκέμβριο του 2006 . Κάτι που πρέπει να μας ανησυχεί ιδιαίτερα, αφού το όριο κινδύνου που έθετε η Κομισιόν για τα δάνεια των νοικοκυριών είναι να μην ξεπερνούν το 1/3 του ΑΕΠ.

- Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της ΕΚΤ (δημοσιοποιήθηκε στά τέλη του 2007), τα καταναλωτικά δάνεια στην Ελλάδα ανέρχονταν στα τέλη του 2006 σε 13,1% του ΑΕΠ (έναντι 11% το 2005), ποσοστό εξαιρετικά υψηλό σε σχέση με το 7% που ήταν ο μέσος όρος της Ευρωζώνης. Αυξάνονταν μάλιστα με μέσο ετήσιο ρυθμό 23%, έναντι 6% μέσου όρου στην Ευρωζώνη.

- Αν συνυπολογίσουμε ότι στην Ελλάδα έχουμε χαμηλότερα και ασταθέστερα εισοδήματα από τον μ.ο της Ευρωζώνης, άρα μικρότερα περιθώρια ομαλής εξυπηρέτησης και αποπληρωμής δανείων από τα νοικοκυριά, περιθώρια που ελαχιστοποιούνται σε συνθήκες λιτότητας, η εικόνα γίνεται ακόμα πιο ανησυχητική.

- Το καμπανάκι έχει ήδη χτυπήσει για την Τράπεζα της Ελλάδος (όχι όμως και για την Κυβέρνηση...). Η ΤτΕ επισημαίνει ότι στη χώρα μας 5,1% των δανείων επιχειρήσεων και νοικοκυριών δεν εξυπηρετούνται (έναντι 2,9% στην Ευρωζώνη) και έβαλε στόχο στις Τράπεζες να περιορίσουν αυτό το ποσοστό στο 3,5%. ‘Ηδη οι συνολικές επισφάλειες ανέρχονται σε 10 δις, από τα οποία οι Τράπεζες πρέπει άμεσα να διαγράψουν 3 δις, για να διασφαλιστεί η σταθερότητα του Χ/Π συστήματος.

- Τα νοικοκυριά ήδη αδυνατούν να εξυπηρετήσουν το 3,5% των στεγαστικών δανείων και το 6,4% των καταναλωτικών .

- Παράλληλα, έχει εδω και καιρό δοθεί εντολή από την ΤΤΕ στις τράπεζες να περιορίσουν τη στρόφιγγα των δανείων στα νοικοκυριά. Πλέον ο καθένας αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο να δημιουργηθεί και στη χώρα μας «φούσκα» στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων που, ειδικά στις σημερινές δυσμενείς οικονομικές συνθήκες, δεν θα μπορεί να αποπληρωθεί από μεγάλο αριθμό νοικοκυριών.

- ‘Ηδη τον Σεπτέμβριο του 2007, σε σύνολο 2.000.000 νοικοκυριών που είχαν πάρει δάνειο, 90.000 νοικοκυριά δεν πλήρωναν τα χρέη τους στις τράπεζες, ενω άλλα 100.000 διέθεταν για τις δανειακές υποχρεώσεις τους πάνω από 40% του εισοδήματός τους. ‘Οταν ήδη 20 στα 100 νοικοκυριά έχουν πλήρη αδυναμία ή εμφανή δυσκολία εξυπηρέτησης των δανείων τους, καταλαβαίνουμε ότι πολύ περισσότερα (τουλάχιστον το 60-70%, όπως έδειξε έρευνα της ΕΣΥΕ) αντιμετωπίζουν δυσχέρειες, που τείνουν να διογκωθούν στη σημερινή συγκυρία ανόδου του πληθωρισμού και έντονης οικονομικής ανασφάλειας.

- ‘Αλλη μια ένδειξη είναι η αύξηση κατά 18,7% το 2007 στις διαταγές πληρωμής στο Πρωτοδικείο Αθηνών, που αφορούν κυρίως χρέη από στεγαστικά δάνεια. Εκτιμάται ότι το 2007 οι κατασχέσεις και οι πλειστηριασμοί φτάνουν τις 16-17.000 μόνο στην Αθήνα, ενω 37.650 διαταγές πληρωμής εκδόθηκαν για λογαριασμό των Τραπεζών σε βάρος δανειοληπτών τους (ιδιωτών και επιχειρήσεων) που δεν μπορούσαν να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους.

-Την ίδια στιγμή,

• οι Τράπεζες συνεχίζουν να αυξάνουν τα κέρδη τους με ρυθμούς 30,6% (α’ 9μηνο του 2007) και 49,1% οι τραπεζικοί όμιλοι, συνεχίζοντας να εμφανίζουν αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων (24,3%) σαφώς υπέρτερη εκείνων της Ευρωζώνης (20%)

• το μέσο επιτοκιακό περιθώριο (spread) νέων χορηγήσεων-και αντίστοιχα νέων καταθέσεων, αν και σε ελαφρά πτωτική τάση, λόγω της σχετικά μεγαλύτερης αύξησης των επιτοκίων δανεισμού στην Ε.Ε, εξακολουθεί στα τέλη του 2007 να είναι στην Ελλάδα 1 μονάδα υψηλότερο εκείνου της Ευρωζώνης (4,06 ποσοστ. μονάδες στην Ελλάδα, 3,04 στην Ευρωζώνη), επιβαρύνοντας αντίστοιχα τον έλληνα δανειολήπτη.

• παρά την πρόσφατη αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων, λόγω έξαρσης του πληθωρισμού και της αυξημένης ανάγκης των Τραπεζών για ακόμα περισσότερο «φθηνό χρήμα» από καταθέσεις των ελληνικών νοικοκυριών, οι τράπεζες μάλλον εξακολουθούν να πληρώνουν αρνητικό πραγματικό επιτόκιο ακόμα και για τις προθεσμιακές καταθέσεις, κάτι που ασφαλώς ενισχύει την κερδοφορία τους.

• οι φορολογικές απαλλαγές, οι χαριστικές ρυθμίσεις του Ασφαλιστικού που ψήφισε η Κυβέρνηση, φορτώνοντας βάρη 5 δις ευρώ στο ΙΚΑ, οι περικοπές εργασιακού κόστους είναι επίσης σημαντικοί παράγοντες που αύξησαν την κερδοφορία των Τραπεζών.

• σημαντικότατος παράγων είναι όμως και οι πρόσθετες επιβαρύνσεις, προμήθειες κλπ. που οι Τράπεζες επιβάλλουν στον καταναλωτή, ενισχύοντας την εντύπωση ότι υπάρχει στη χώρα μας σοβαρή στρέβλωση του ανταγωνισμού. Οι επιβαρύνσεις για όλες τις συναλλαγές είναι πολύ υψηλές.‘Εχει μάλιστα αναγνωριστεί και από τον αρμόδιο Επίτροπο της Ε.Ε. ότι η επιβάρυνση για τις εργασίες διαμεσολάβησης στην Ελλάδα είναι υπερβολικά υψηλή, σε σχέση με τις άλλες χώρες. Το ίδιο ισχύει και για τις χρεώσεις σε όλες τις διατραπεζικές εργασίες, στη διαχείριση λογαριασμών, στη χρήση των ΑΤΜ και στη μεταφορά εμβασμάτων, ειδικά στη μεταφορά εμβασμάτων: η διαφορά απέχει πολύ από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, η Κυβέρνηση μας λέει ότι ελάχιστα φταίνε οι τράπεζες, ελάχιστα φταίει ο ανταγωνισμός για το ότι μια ολόκληρη κοινωνία υπερχρεώνεται με ταχύτατους ρυθμούς και επιβιώνει με δανεικά.

Για την Κυβέρνηση μάλλον φταίνε οι... ίδιοι οι δανειολήπτες-καταναλωτές, που δεν υπολογίζουν καλά τις δυνατότητές τους σε σχέση με τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν, που δεν φροντίζουν να ενημερώνονται από τις κατά τα άλλα «καλές καγαθές» τραπεζικές επιχειρήσεις, οι οποίες προωθούν με εξαιρετικά επιθετικό μάρκετιγκ και συχνά με παραπλανητικές διαφημίσεις, τα δανειακά τους προϊόντα.

Εμείς είμαστε σταθεροί στη θέση μας ότι το Κράτος πρέπει να παρεμβαίνει ρυθμιστικά, όταν υπάρχουν στρεβλώσεις και ατέλειες στην αγορά, για την ενίσχυση της διαφάνειας και την αποκατάσταση συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού.

‘Οταν στη χώρα μας οι τρεις μεγαλύτερες τράπεζες με βάση το ενεργητικό κατέχουν το 65% της τραπεζικής αγοράς και οι οκτώ μεγαλύτερες το 91%, παρουσιάζοντας βαθμό συγκέντρωσης πολύ υψηλότερο εκείνου της Ευρωζώνης, όταν η διαπραγματευτική δύναμη των καταναλωτών, ως καταθετών και ως δανειοληπτών, είναι απείρως μικρότερη από εκείνη των τραπεζών, η αγορά λειτουργεί με τους όρους που διαμορφώνουν οι τράπεζες και μάλιστα οι «ηγέτιδες» τράπεζες.

Αυτές έχουν ισχυρό κίνητρο να εφαρμόσουν κοινή τακτική, που να μεγιστοποιεί τα κέρδη τους, αντί για ένα εξοντωτικό ανταγωνισμό λ.χ. στα επιτόκια, που θα συμπαρασύρει τα κέρδη όλων, ή των περισότερων από αυτές, προς τα κάτω.

Η ίδια η φύση της λιανικής τραπεζικής δημιουργεί τη σκοπιμότητα για τυπική συνεργασία μεταξύ των Τραπεζών, για κοινά στάνταρτς, για κοινές πλατφόρμες στα σύνθετα προϊόντα τους, για ανταλλαγή πληροφοριών σε διάφορα θέματα κλπ.

Όμως η επέκταση αυτής της συνεργασίας των Τραπεζών σε θέματα στρατηγικής, τιμών και πολιτικών πωλήσεων μπορεί κάλλιστα να οδηγήσει στον περιορισμό του ανταγωνισμού και στα παρατράγουδα που βλέπουμε, σε βάρος του καταναλωτή.

Το θέμα είναι το πως η Τράπεζα αξιοποιεί –και αν αξιοποιεί καταχρηστικά – αυτές τις σχέσεις συνήθειας και εμπιστοσύνης με την πελατεία της.

Εμείς στο ΠΑΣΟΚ διαπιστώσαμε πως δεν αρκεί η επίκληση από την Κυβέρνηση των ιδιωτικοποιήσεων –που στέρησαν μια κρίσιμη μάζα από το Κράτος για να παρεμβαίνει στη διαμόρφωση κανόνων, δεοντολογίας και πρακτικών του κλάδου απέναντι στους καταναλωτές. Δεν αρκεί ούτε η επίκληση της παγκοσμιοποίησης -η επίπτωση της οποίας στη λιανική τραπεζική είναι σχετικά περιορισμένη-, όσο η γεωγραφική εγγύτητα, η προσωπική επαφή, η πληροφόρηση και η εμπιστοσύνη του πελάτη στην Τράπεζα της περιοχής του παραμένουν κρίσιμα στοιχεία.

Ξέρουμε καλά πως ο δανειολήπτης, στη συναλλαγή του με τις Τράπεζες, παραμένει η αδύναμη πλευρά.

Αδύναμη οικονομικά, αδύναμη σε όρους πληροφόρησης, αδύναμη μπροστά στο επιθετικό και συχνά παραπλανητικό μάρκετιγκ των Τραπεζών, - που δεν διστάζουν να επιστρατεύσουν για τη φήμη και τη διαφήμισή τους ακόμα και την Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη (χορηγίες, δωρεές κλπ), που δυστυχώς την αντιλαμβάνονται ως αντιστάθμισμα σε κάθε λογής ολισθήματα και παραβιάσεις νόμων.

Ξέρουμε ακόμα πως οι πολίτες δεν έχουν εύκολη πρόσβαση στη δικαιοσύνη, όταν αδικούνται, γιατί τους αποτρέπουν τα δικαστικά έξοδα και οι συχνά χρονοβόρες διαδικασίες.

Γι’ αυτό και από τα τέλη του 2006 φέραμε στη Βουλή Πρόταση Νόμου. Την Πρόταση αυτή η Κυβέρνηση εδέησε να τη συζητήσει μόλις τον Μάρτιο του 2007, για να την απορρίψει τελικά, κρατώντας για το δικό της -τότε επικείμενο- νομοσχέδιο μόνο ορισμένα σημεία.

Στην πρότασή μας προβλέπονταν, συνοπτικά, τα εξής:

• Υποχρέωση των Τραπεζών να ενημερώνουν εγγράφως τους καταναλωτές στη βάση ενιαίου υποδείγματος για τους όρους, το κόστος της πίστωσης καθώς και τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνει.

• Κατοχύρωση δικαιώματος των καταναλωτών να υπαναχωρούν από τη σύμβαση μέσα σε προθεσμία 14 ημερών από τη σύναψή της.

• Θέσπιση ανώτατου ορίου επιτοκίων στην Καταναλωτική Πίστη, το οποίο ορίζεται σε 4 εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερα από το δικαιοπρακτικό επιτόκιο για τις πιστωτικές κάρτες και σε μια εκατοστιαία μονάδα υψηλότερα για τα λοιπά καταναλωτικά δάνεια.

• Κατάργηση του ανατοκισμού στις καταναλωτικές δανειακές συμβάσεις.

• Διαφάνεια στη διαμόρφωση του κυμαινόμενου επιτοκίου.

• Υποχρέωση των Τραπεζών να εφαρμόζουν για τον υπολογισμό των τόκων το έτος 365 ημερών (αντί των 360) – αποφ. Α.Π. 430/2005.

• Ρύθμιση του δικαιώματος της πρόωρης εξόφλησης στα δάνεια κυμαινόμενου και σταθερού επιτοκίου.

• Τήρηση προϋποθέσεων για την καταγγελία των συμβάσεων δανείων των καταναλωτών από τις Τράπεζες, όταν υπάρχει καθυστέρηση τουλάχιστον τεσσάρων μηνιαίων δόσεων .

• Πρόβλεψη του ακατάσχετου της κύριας κατοικίας για απαιτήσεις μέχρι 5.000 ευρώ.

• Καθορισμό υποχρεώσεων για τις διαφημίσεις δανείων. Οι διαφημίσεις των καταναλωτικών δανείων οφείλουν να αναφέρουν το ονομαστικό επιτόκιο και το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο.

• Διεύρυνση, εξειδίκευση και οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων της Τράπεζας της Ελλάδος σε θέματα διαφάνειας των συναλλαγών.

• Υποχρέωση της Τράπεζας της Ελλάδος να υποβάλει στη Βουλή των Ελλήνων έκθεση για την πολιτική διαφάνεια στον τομέα των τραπεζικών συναλλαγών, μαζί με τις εκθέσεις για τη Νομισματική Πολιτική.

• Αξιοποίηση του θεσμού της συλλογικής αγωγής από τις Ενώσεις Καταναλωτών, ώστε να ικανοποιηθούν αξιώσεις αποζημίωσης για τις ζημιές που υπέστησαν, εφόσον αυτές δεν υπερβαίνουν το όριο των μικροδιαφορών (1.500 ευρώ).

• Δημιουργία νομοθετικού πλαισίου για την παροχή υπηρεσιών διαμεσολάβησης σε καταναλωτικές διαφορές.

Στο νομοσχέδιο που τελικά η Κυβέρνηση έφερε στη Βουλή, υιοθέτησε κάποιες προτάσεις μας, όπως την αποζημιωτική συλλογική αγωγή και την απαγόρευση πλειστηριασμού της πρώτης κατοικίας για οφειλές από καταναλωτικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες.

Δυστυχώς όμως, ακόμα και αυτή τη ρύθμιση (τη μόνη άλλωστε που είχε να προβάλει η Κυβέρνηση ως κύριο «επίτευγμα» του νομοσχεδίου της για την προστασία του καταναλωτή...) έτσι όπως τελικά τη διατύπωσε και με τις σωρευτικές προϋποθέσεις που έθεσε, την κατέστησε προβληματική, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να καλύψει επαρκώς τους καταναλωτές.

Αγνοήθηκαν οι υπόλοιπες προτάσεις μας και ειδικότερα:

• η πρότασή μας για τη διαφάνεια στην διακύμανση των επιτοκίων και τον καθορισμό ανώτατων θεμιτών επιτοκίων δανεισμού για τους καταναλωτές.

• η πρότασή μας για ένα πλαίσιο λειτουργίας των οργάνων που διαμεσολαβούν στις καταναλωτικές διαφορές, το οποίο, μάλιστα, στηριζόταν σε συστάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αρκεί, όμως, αυτή η Οδηγία –που θα πάρει, ως συνήθως, καιρό να ενσωματωθεί στο εσωτερικό μας δίκαιο - για να προστατεύσει αποτελεσματικά τον καταναλωτή, συγκρινόμενη με τις πολύ συγκεκριμένες διασφαλίσεις που είχε η δική μας Πρόταση Νόμου;

Η προστασία που θα παρέχουμε στον έλληνα καταναλωτή, θα εξαντλείται στα πανευρωπαϊκά ελάχιστα που θεσπίζουν οι Οδηγίες, κινούμενες σε αγορές με πολύ λιγότερες στρεβλώσεις από τη δική μας;

Η δική μας Πρόταση Νόμου και ειδικά η ρύθμιση για τα όρια επιτοκίων, αποτελεί «ανεπίτρεπτη κρατικιστική παρέμβαση» στους όρους ανταγωνισμού στην Ε.Ε, όπως κάποιοι μας είπαν, ή αναγκαία παρέμβαση στις ακρότητες της αγοράς, για να προστατευθεί ο καταναλωτής από πανωτόκια και καταχρηστικές χρεώσεις;

Τέλος, με δεδομένη την αδυναμία της Επιτροπής Ανταγωνισμού –αλλά και της Τράπεζας της Ελλάδος, που σε μεγάλο βαθμό ενστερνίζεται τη λογική της Κυβέρνησης για ανώδυνες «συστάσεις» και μηδενικό παρεμβατισμό στα θέματα των δανείων και της προστασίας των καταναλωτών- μήπως θα ήταν σκόπιμο να ξαναβάλουμε στο τραπέζι την πρόταση για δημιουργία Ανεξάρτητης εποπτικής ρυθμιστικής αρχής ειδικά για τις Τράπεζες;

Τέτοιες Αρχές λειτουργούν στη Μεγάλη Βρετανία και στην Ιρλανδία, ακριβώς για να βοηθούν τους καταναλωτές που πέφτουν θύματα καταχρηστικών πρακτικών των Τραπεζών, παίρνοντας εξουσίες από την Κεντρική Τράπεζα, από το Υπουργείο των Επιχειρήσεων και Εμπορίου, από το Υπουργείο Εργασίας και από τη Γραμματεία της Πολιτικής Καταναλωτών.

Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι και η πρόσφατη πρότασή μας για δημιουργία, πέρα από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, μιας ανεξάρτητης Αρχής, ενός ισχυρού και χωρίς εξαρτήσεις Παρατηρητηρίου Τιμών, για την έγκαιρη ανίχνευση και πρόληψη δημιουργίας των μικρών και μεγάλων «καρτέλ» που λυμαίνονται την αγορά, καθώς και για την πάταξη των εναρμονισμένων πρακτικών στη διαμόρφωση των τιμών. Ο θεσμός έχει αρχίσει να συζητείται στην ΕΕ και λειτουργεί ήδη με επιτυχία υπέρ του καταναλωτή στη Μεγάλη Βρετανία και τη Γερμανία.

Πρέπει, ασφαλώς, να τελειώνουμε με την ανάπτυξη «με δανεικά», για την κάλυψη ακόμα και στοιχειωδών αναγκών των καταναλωτών.

Γι’ αυτό, δεν αρκεί να παρέμβουμε στο σκέλος της προστασίας του καταναλωτή από τις παραπλανητικές και επιθετικές πρακτικές χορηγήσεων των Τραπεζών.

Ως Κυβέρνηση, θα πρέπει να παρέμβουμε και στο σκέλος της εισοδηματικής ενίσχυσης των πολιτών και των χιλιάδων εργαζόμενων-συνταξιούχων που καλούνται να τα βγάλουν πέρα με μισθούς και συντάξεις πείνας, όπως ως Αντίπολίτευση συνέχεια τονίζουμε.

Για τούτο πρέπει να δεσμευθούμε και για σαφείς κατευθύνσεις εισοδηματικής και κοινωνικής πολιτικής , στον αντίποδα αυτής την οποία καταλογίζουμε στην Κυβέρνηση, κάθε φορά που τοποθετούμαστε λ.χ. για τις αυξήσεις που δίνει στους συνταξιούχους και στους δημοσίους υπαλλήλους.